- ανακηρύσσομαι
- ανακηρύσσομαι, ανακηρύχθηκα και ανακηρύχτηκα, ανακηρυγμένος βλ. πίν. 28
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αναφαίνομαι — (AM ἀναφαίνω, ομαι) προβάλλω, παρουσιάζομαι, έρχομαι στο φως αρχ. Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι να δώσει φλόγα, να λάμψει 2. γεννώ, παράγω 3. φανερώνω, καθιστώ γνωστό 4. ανακηρύσσω, αναγορεύω 5. ορίζω, ιδρύω II. (μέσ., ομαι) 1. φαίνομαι πάλι 2.… … Dictionary of Greek
αντιβασιλεύω — (Α ἀντιβασιλεύω) νεοελλ. είμαι αντιβασιλέας αρχ. ανακηρύσσομαι κι εγώ βασιλιάς, ως αντίπαλος του βασιλιά … Dictionary of Greek
ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… … Dictionary of Greek
ευεργετώ — έω (ΑΜ εὐεργετῶ) [ευεργέτης] 1. κάνω κάποια καλή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον («εὐεργετῶν γὰρ καὐτὸς αὔτ ἐκτησάμην», Σοφ.) 2. προσφέρω με έργα υπηρεσία σε ομάδα ανθρώπων («ευεργέτησε την πατρίδα») νεοελλ. παρέχω χρηματική βοήθεια μσν. χαρίζω,… … Dictionary of Greek
στέφω — ΝΜΑ, και στέπτω Α περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω νεοελλ. 1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804») 2 … Dictionary of Greek